- δύνομαι
- και δίνουμαι (Μ δίνομαι και δίνουμαι)1. δύναμαι*2. (για βάρος) αντέχω, μπορώ να κρατήσω3. είμαι σε θέση να πετύχω κάτιμσν.1. έχω το δικαίωμα ή την εξουσία2. προλαβαίνω3. τολμώ4. υποφέρω, υπομένω, ανέχομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστωτικός τ. τού δύναμαι κατά τα βαρύτονα ρήματα σε -ομαι (πρβλ. κάθημαι-κάθομαι, τίθεμαι-τίθομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.